- ὑπαινίττομαι
- ὑπαινίσσομαιintimate darklypres ind mp 1st sg (attic)ὑπαινίσσομαιintimate darklypres ind mp 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυπαινίττομαι — Μ [ὑπαινίττομαι / ὑπαινίσσομαι] υπαινίσσομαι κάτι επί πλέον … Dictionary of Greek
υπαινίσσομαι — ὑπαινίσσομαι ΝΑ, και αττ. τ. ὑπαινίττομαι Α κάνω υπαινιγμό, εκφράζω κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ κάτι χωρίς να τό αναφέρω ρητά (α. «υπαινίσσεσαι ότι το σφάλμα ήταν δικό μου;» β. «ὑπῃνίττετο δ οὕτω καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν», Δημοσθ.) αρχ.… … Dictionary of Greek